- βορβόρωσις
- βορβόρωσις, η (AM)μσν.το βρόμισμα με βόρβοροαρχ.ο βορβορυγμός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω*, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ (-όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν. βορβόρωσις < (ρ.) βορβορώ).
Dictionary of Greek. 2013.